- καλοσυσταίνω
- και καλοσυστήνω1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω].
Dictionary of Greek. 2013.