καλοσυσταίνω

καλοσυσταίνω
και καλοσυστήνω
1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον
2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω καλοσύστησα, καλοσυστήθηκα, καλοσυστημένος, κάνω καλές συστάσεις για κάποιον: Τον καλοσύστησα στο διευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”